- προκάμβριος
- -α, -ο, Νγεωλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πριν από το κάμβριο περίοδο τής ιστορίας τής Γης2. το ουδ. ως ουσ. το προκάμβριοδιάστημα τού γεωλογικού χρόνου που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα τής γεωλογικής ιστορίας τού πλανήτη μας, διάστημα που άρχισε πριν από 4,6 περίπου δισεκατομμύρια έτη, με τον σχηματισμό τού στερεού φλοιού τής Γης, και διήρκεσε ώς την αρχή τού καμβρίου, δηλαδή πριν από 570 περίπου εκατομμύρια έτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. precambrian < pre- (πρβλ. προ-*) + Cambrian «ουαλικός, κάμβριος»].
Dictionary of Greek. 2013.